07.03.2017
Μολών Λαβέ
Συντάκτης: Irene Dimopoulou
Η παράδοση λέει, και οι Ιστορικοί της αρχαιότητας επιβεβαιώνουν, πως οι Σπαρτιάτες απάντησαν σε αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε “ψυχολογική επιχείρηση του εχθρού”, πως, αν τα βέλη του στρατού του Πέρση βασιλιά “κρύψουν τον ήλιο”, θα είναι καλά γιατί θα πολεμήσουν υπό σκιάν. Σε μια παρόμοια επίθεση, τοκογλύφοι, πολιτικοί, δημοσιογράφοι απαιτούν να αποδεχθούμε την τρέχουσα «κρίση» ως το νέο «φυσιολογικό» και να μετακινηθούμε πέραν της ανάγκης της αντιδράσεως.
Ο χρυσός ως εργαλείο
Μόνο το 2014, λένε οι αποκαλύψεις, ένα άτομο χρηματοδότησε πάνω από ενενήντα διαφορετικές δράσεις με σκοπό την χειραγώγηση της ψήφου των Ευρωεκλογών. Καταγράφονται μάλιστα διακόσια είκοσι έξι μέλη Ευρωβουλευτές, που είναι «αξιόπιστοι σύμμαχοι» της οργάνωσής του. Βέβαια δεν είναι ο βασιλιάς, αλλά η βιτρίνα των όσων επιχειρούν την χειραγώγηση των Ευρωπαϊκών εθνών. Αν σπάσει, δεν καταρρέει το οικοδόμημα. Οι παίκτες πιστεύουν ότι είναι δυνατοί και ασφαλείς. Οι θεατές διδάσκονται πώς να αποδέχονται το «νέο φυσιολογικό», και συντάσσονται με τον θίασο.
Το τελεσίγραφο
Τέτοιες μέρες του Αυγούστου, ο βασιλιάς των ελεύθερων από τα δεσμά του χρυσού, Σπαρτιατών, ακούει τα μηνύματα του βασιλιά των σκλάβων. Εμπρός του ξαπλώνονται ενάμιση εκατομμύριο πολεμιστές, κάτω του, χίλια οκτακόσια καράβια, και πίσω του, λιγότεροι από δυο χιλιάδες Έλληνες. Ο βασιλιάς άφησε τους ανιχνευτές των Περσών να πλησιάσουν το στρατόπεδό του. Αυτό που είχε δικό του, δεν μπορούσαν να το δουν. Οι κρυψίνοες Σπαρτιάτες τους άφησαν να περπατήσουν γύρω τους, να μυριστούν το Ελληνικό αίμα. «Θα πολεμήσουμε υπό σκιαν», σχολίασε η Ελληνική σκέψη την βαρβαρική κομπορρημοσύνη. Κι όταν ήρθε η ώρα του τελεσιγράφου, υπόμονος, συγκαταβατικός στον εγωισμό και την γαλιφιά, δυο λέξεις ξεστάχυσε και του έριξε στο χώμα «Μολών Λαβέ».
Ο δρόμος προς το «Μολών Λαβέ»
Πόσο διαφορετική θα είναι η πορεία μας, με αρχηγό έναν Σπαρτιάτη που θα τολμήσει το «Μολών Λαβέ»! Ίσως να μην το καταφέρουν με την πρώτη, γιατί εκείνοι οι πρόγονοί μας, πότισαν την ύπαρξή τους με την πενία και την φιλοκαλία, την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια. Ακόμη πιο πολύ σήμερα από τότε, θέλει εξάσκηση να ακούς τα μύχια, με όλο τον θόρυβο τριγύρω, και μέσα στο μυαλό. Οι Σπαρτιάτες αιώνες λάξευαν τις καρδιές τους στην ομορφιά του παρθένου ανθρώπου, και σμίλευαν τα σώματά τους με μέλανα ζωμό και κρύα λουτρά στον Ευρώτα, για εκείνη την αποφασιστική στιγμή που έγραψε η Ιστορία, εκείνη που κρεμάστηκε από την αλυσίδα με τα πολλά «Μολών Λαβέ» που προηγήθηκαν.
Αυτές οι δύο λέξεις, οι πιο σοφές που έχουν ειπωθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο, αποθησαυρίζουν κι αποκαλύπτουν το μυστήριο της ανθρώπινης ψυχής. «Μολών», σαν να λέμε πόσο κοντά είσαι διατεθειμένος να αφήσεις τον άλλον να πλησιάσει, και πόσο δρόμο τολμά ο άλλος να κάνει προς τα σένα, και «Λαβέ», που σημαίνει «αν έχεις το θάρρος να ‘ρθείς τόσο κοντά μου, ένα χέρι τόπος, μια ματιά να κονταροχτυπηθεί με την δική μου, θα δούμε αν μπορέσεις να πάρεις αυτό που θέλεις, κι αν το καταφέρεις, χαλάλι σου». Ούτε χρυσά σιδερικά στα δάχτυλα, ούτε ανάκτορα με πισίνες, ούτε χαρτιά να στοιβάζονται σε θυρίδες τραπεζών. «Αυτά που έχω είναι δικά μου, και τα θέλω να είναι δικά μου, κι αν τα θέλεις εσύ, έλα να τα πάρεις». Πώς να πάρεις κάτι που δεν δίνεται;
Πριν τις Θερμοπύλες, ο Μιλτιάδης και οι Αθηναίοι του θα καταγάγουν μεγάλη νίκη στην πεδιάδα του Μαραθώνα, κι ύστερα ο Θεμιστοκλής στα νερά της Σαλαμίνας. Εκείνοι μπορεί να ήσαν καλύτεροι οδηγοί και σκοπευτές στο όχημα της διονυσιακής μάχης, γιατί κανείς εξ ανατολών εισβολέας δεν ξανατόλμησε να περάσει την θάλασσά μας. Αργότερα, ο Αλέξανδρος του Φιλίππου ο Μακεδών, μπόρεσε κι έριξε στην μηχανή της καρδιάς το κάρβουνο του μυαλού, και ξεπάστρεψε την μανία του διαχρονικού εισβολέα, δημιουργώντας μιαν ευρω-ασιατική αυτοκρατορία. Όμως όλα ξεκίνησαν με αυτές τις δυο λέξεις.
Ας ακουμπήσουμε τις πέτρινες πλάκες με τις εντολές της Ευρωπαϊκής ηθικής, δίπλα στο αρτεσιανό της Πίστης, όχι στην στέρνα όσων διαβάσαμε ή μας είπαν, αλλά της Πίστης που πάλλεται μαζί με την καρδιά μας. Εκεί, πέρα, κάτω από την μουριά, στο μονοπάτι με τις ελιές, περπατάει ο αριστοκράτης χωρικός. Καλοκαμωμένος σαν τα αρχαία αγάλματα, όχι ιδιαίτερα ψηλός ή τρομαχτικός, προχωρεί αγέρωχος. Οι ώμοι γέρνουν λίγο καθώς περνά ανάμεσα από τα κλαδιά, τα βήματά του ελαφριά στο χώμα. Τα μακριά μαλλιά του ακουμπούν στους ώμους κι ανεμίζουν καθώς προχωρεί. Ένα χαμόγελο ανθίζει στις άκρες των χειλιών του. Τώρα σταματά κι απλώνει το χέρι του στις λεμονιές, με τα μάτια να λαχταρούν το πράσινο των καρπών που δένουν πάνω τους. Σε λίγο καιρό θα είναι χρυσαφένιοι, το μοναδικό χρυσάφι που θα αντικρύσει στην ζωή του, μα που αρκεί για να γεμίσει τον κόσμο του.
Το μεγαλείο του Λεωνίδα δεν μυρίζει γεροντάματα που μάζεψαν τσιφούτικα την ζωή. Η συλλογική συνείδηση των Ευρωπαίων θα θυμάται το πώς σαΐτεψε η σκέψη του Σπαρτιάτη, ελεύθερη απέναντι στην λογική. «Πάρε το χρυσάφι του Πέρση και πήγαινε να το γλεντήσεις», συστρέφεται το σκουλήκι του μυαλού που παλεύει για τα αντίθετα από αυτά της καρδιάς, αν τα δυο δεν έχουν κάνει την ειρήνη τους. «Έλα να τα πάρεις!», δίνει ο Λεωνίδας απάντηση αψιά σαν το αγουρόλαδο, αυταπόδεικτη αλήθεια του αγοριού. Η ματιά του γεμίζει από το γέννημα που δένει τις λεμονιές και τις ελιές του, το πράσινο των φύλλων και την σάρκα των καρπών. Αιώνες αργότερα, στην Γαλιλαία, ένας άλλος Βασιλιάς, κοντά στα χρόνια του, θα επιβεβαιώσει το δίκαιο του Σπαρτιάτη:
«Αν δεν γίνετε σαν τα μικρά παιδιά, δεν θα μπείτε στο βασίλειο των ουρανών». Στην Σπάρτη, στις Θερμοπύλες, ένας Μεγαλέξανδρος κι ένας Λεωνίδας θα κόβουν δεσμούς που δεν λύνονται, με το σπαθί της παιδικής τους καρδιάς. Μολών Λαβέ.